- οργιά
- Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους ή 864 γραμμές και την θεωρούσαν βασική μετρική μονάδα. Στην Αγγλία, η ο. είναι γνωστή με την ονομασία φάδομ (fathom) και χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς. Το φάδομ ισοδυναμεί με 6 πόδες.
* * *και οργυιά, η (ΑΜ ὀργυιά, Α ιων. τ. ὄργυια και ὀργυιή, αττ. τ. ὄργυα, ποιητ. τ. ὀρόγυια)μονάδα μήκους ίση με την απόσταση τεντωμένων χεριών από το ένα άκρο μέχρι το άλλο και η οποία είναι 6 περίπου πόδιανεοελλ.αγγλικό μέτρο μήκους ίσο με δύο γιάρδες, δηλ. 1,83 μέτρααρχ.1. χωρομετρική ράβδος, 91/4 βασιλικές σπιθαμές2. (κατά τον Ηρόδ.) «αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον ἑξαπέδου μὲν τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀργυιά έχει τη μορφή θηλ. μτχ. ενός αμάρτυρου παρακειμένου χωρίς διπλασιασμό και χωρίς χρονική αύξηση (πρβλ. ἄγυια) τού ρήματος ὀρέγω* «απλώνω, εκτείνω». Ο τ. ὀργυιά έχει προέλθει πιθ. με συγκοπή από αρχικό τ. ὀρογυιά, ο οποίος με τη σειρά του έχει σχηματιστεί είτε αφομοιωτικά από αμάρτυρο τ. *ὀρεγυιά είτε από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ὀρέγω. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ὀργυιά έχει προέλθει με συγκοπή και βράχυνση τού -ω- σε -ο- (πριν από ηχηρό σύμφωνο) από αμάρτυρο τ. μτχ. *ὠρογυιά ενός αρχ. παρακμ. ὤρογα. Ο τ. ὀρόγυια, εξάλλου, πρέπει να είναι δευτερογενής και εξηγείται με ανάπτυξη φωνήεντος πριν από υγρό σύμφωνο. Με ανάπτυξη φωνήεντος μπορεί να εξηγηθεί, τέλος, και το σύνθ. σε -ώρυγος, πεντώρυγος].
Dictionary of Greek. 2013.